πρωταρχ(ιν)ίζω

πρωταρχ(ιν)ίζω
και πρωταρχινώ Ν
αρχίζω κάτι για πρώτη φορά ή αρχίζω κάτι εγώ πρώτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)-* + αρχίζω / αρχινίζω / αρχινώ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πρωταρχίνισμα — και πρωτάρχισμα, το, Ν [πρωταρχ(ιν)ίζω] η ενέργεια και κυρίως το αποτέλεσμα τού πρωταρχι(νί)ζω, έναρξη, αρχίνισμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”